ῥαβδοδίαιτος

ῥαβδοδίαιτος
ῥαβδοδίαιτος
living by the painter's stile
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ραβδοδίαιτος — ον, Α (για τον ζωγράφο Παρράσιο και ως παρωδία τού αβροδίαιτος) αυτός ο οποίος ζει με τα έσοδα που τού παρέχει το ζωγραφικό ραβδί, δηλαδή η σιδερένια καρφίτσα ή το αιχμηρό σιδερένιο εργαλείο τα οποία χρησιμοποιούσαν στην εγκαυστική ζωγραφική.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”